Από μια γριά είχε ακούσει πως η πολιτεία μιλούσε. Και το πίστεψε. Του φαινόταν πως όλο και κάτι έλεγαν τα στενά. Ακόμα κι όταν μεγάλωσε εξακολουθούσε να 'χει την ίδια ψευδαίστηση, μόνο πως την ένιωθε πιο πολύ σαν ιστορία και όχι σαν φωνή κάποιας ξεχασμένης αρχόντισσας.
Στα στενά σοκάκια ξεκούραζε τη σκέψη του. Στα μπαλκόνια τους άνθιζε η καρδιά του. Στο "Φάρο" μάζευε μενεξέδες και κρίνα από το πέλαγο την ώρα που ο Αποσπερίτης σεργιάνιζε στις γειτονιές τής δύσης μεθυσμένος. Και χόρταινε ονειροπόλημα.
Με το κουράγιο της τράβηξε για σπουδές στην Αθήνα. Τον έθρεφε το παρελθόν. Κι όταν, πότε-πότε, η νοσταλγία καταπλάκωνε την καρδιά του, άρπαζε την κιθάρα και τραγουδούσε σαν Ερωτόκριτος.
"Στον κόσμο τούτ' αρχόντισσα δεν έχεις άλλο ταίρι,
βιγκόνια ρόδο, γιασεμί, καμέλια μου αμπέρι." [...]